κλιμακτήρ — κλῑμακτήρ , κλιμακτήρ rung of a ladder masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Климактерий (ботаника) — У этого термина существуют и другие значения, см. Климактерий. Климактерий (от др. греч. κλιμακτήρ ступень лестницы) временный резкий подъём дыхания у плодов в конце их созревания. Наблюдается у большинства плодов, за исключением… … Википедия
восход — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κλιμακτήρ) ступень лестницы. … … Словарь церковнославянского языка
Climaterio — (Del gr. klimakter, escalón < klimax, escala.) ► sustantivo masculino FISIOLOGÍA Etapa de la vida en que se manifiesta la decadencia de la actividad sexual y de todas las funciones del organismo. * * * climaterio (del gr. «klimaktḗr», escalón) … Enciclopedia Universal
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek
κλιμακτήριος — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα μεταβαίνει από τα αναπαραγωγικά στα μη αναπαραγωγικά χρόνια της. Βλ. λ. εμμηνόπαυση. * * * ο θηλ. και α [κλιμακτήρ] (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο η εποχή τής… … Dictionary of Greek
κλιμακτηρίζω — και κλιμακτηρίζομαι (Α) [κλιμακτήρ] εισέρχομαι στον κλιμακτηριακό* ενιαυτό, διέρχομαι την πιο κρίσιμη περίοδο τής ζωής … Dictionary of Greek
κλιμακτηρικός — ή, ό (Α κλιμακτηρικός, ή, όν) [κλιμακτήρ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα 2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» η… … Dictionary of Greek
ՍԱՆԴՈՒՂՔ — (դղոց. եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ, դխոց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c գ. ՍԱՆԴՈՒՂՔ եւ ՍԱՆԴՈՒԽՔ. κλίμαξ scala κλιμακτήρ gradus scalae. Գտանի գրեալ եւ ՍԱՆԴՈՒՂ, եւ որպէս ռմկ. ՍԱՆԴՈՒՂԴ, ՍԱՆԴՈՒԽՏ. (որպէս սանտրաձեւ ուղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κλιμακτῆρα — κλῑμακτῆρα , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακτῆρας — κλῑμακτῆρας , κλιμακτήρ rung of a ladder masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)