- πτερνο-τρώκτης
πτερνο-τρώκτης, ὁ, der Schinkennager, Mäusename, Batrach. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερνο-τρώκτης, ὁ, der Schinkennager, Mäusename, Batrach. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
συκοτρώκτης — ὁ, Α συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
σχινοτρώκτης — ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης, φυλλοτρώξ] … Dictionary of Greek