- κλώψ
κλώψ, κλωπός, ὁ, der Dieb (von κλέπτω, wie βλώψ von βλέπω, ῥώψ von ῥέπω), diebisch; κλῶπες ἄνδρες Eur. Rhes. 645; κλωπὸς φωτός 709; Her. 1, 41; Xen. An. 4, 6, 17, wo vulg. κλοπῶν falsche Lesart ist; Luc. Tox. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλώψ, κλωπός, ὁ, der Dieb (von κλέπτω, wie βλώψ von βλέπω, ῥώψ von ῥέπω), diebisch; κλῶπες ἄνδρες Eur. Rhes. 645; κλωπὸς φωτός 709; Her. 1, 41; Xen. An. 4, 6, 17, wo vulg. κλοπῶν falsche Lesart ist; Luc. Tox. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωψ — κλώψ, ωπός, ὁ (Α) κλέφτης (α. «οὐ κλῶπές ἐσμεν, οὐχ ὑπηρέται κακῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Ο τ. εμφανίζει την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα κλωπ τής ρίζας κλεπ ] … Dictionary of Greek
κλώψ — thief masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπῶν — κλώψ thief masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπός — κλώψ thief masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῶπα — κλώψ thief masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῶπας — κλώψ thief masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῶπες — κλώψ thief masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
κλωπίδαι — κλωπίδαι, οἱ (Α) [κλωψ] κωμική ονομασία αττικού δήμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ «κλέφτης» + πατρων. κατάλ. ίδαι (πρβλ. Ατρε ίδαι, Αλκμεων ίδαι)] … Dictionary of Greek
οψίκλωψ — ὀψίκλωψ, κλωπος, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κατά τη διάρκεια της νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + κλώψ (< κλέπτω), πρβλ. βιαιο κλώψ] … Dictionary of Greek
φώρ — φωρός, ὁ, Α 1. κλέφτης 2. είδος μέλισσας 3. φρ. «φωρῶν λιμήν» (στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek