- πτερύγισμα
πτερύγισμα, τό, s. πτέρισμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύγισμα, τό, s. πτέρισμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύγισμα — το, ΝΜΑ [πτερυγίζω] η κίνηση των φτερών κατά την πτήση, το φτερούγισμα … Dictionary of Greek
πτερυγίσματα — πτερύγισμα flapping of the wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)