- πτερό-πους
πτερό-πους, οδος, mit gefiedertem od. geflügeltem Fuße, Hermes, Philodem. 28 (Plan. 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερό-πους, οδος, mit gefiedertem od. geflügeltem Fuße, Hermes, Philodem. 28 (Plan. 234).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιστόπους — ἱστόπους, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες τα δύο μακριά ξύλα τού αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + πους (< πούς), πρβλ. ναυσί πους, πτερό πους] … Dictionary of Greek
κλοιόπους — ο (Μ κλοιόπους, ποδoς) κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + πους (< πούς), πρβλ. βραδύ πους, πτερό πους] … Dictionary of Greek
πτερυγόπους — ουν, Α ο πτερόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πτερό πους] … Dictionary of Greek
πτερόποδα — τα, Ν 1. ζωολ. γενική ονομασία πλαγκτονικών οπισθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων που άλλοτε αποτελούσαν την ομώνυμη τάξη, ενώ πρόσφατα διαχωρίστηκαν σε δύο τάξεις, τα γυμνοσώματα και τα θηκοσώματα 2. φρ. «ιλύς πτεροπόδων» (γεωλ. ωκεαν.) χαλαρό… … Dictionary of Greek