κηθίς

κηθίς

κηθίς, ίδος, ἡ (nach Ath. von ΧΑΩ, χανδάνω), – 1) das Gefäß, in welches beim Wählen der Richter die Loose geworfen wurden, s. κηϑάριον u. Schol. zu Ar. a. a. O., sonst κημός. – 2) der Becher, in dem man beim Würfelspiel die Würfel umschüttelt, bevor man sie ausschüttet, Poll. 7, 203, gew. κήϑιον, Poll. 10, 150, sonst φιμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηθίς — κηθίς, ίδος, ἡ (Α) αγγείο στο οποίο ρίχνονταν οι ψήφοι, κάλπη, κληρωτίδα, ψηφοδόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με μυκηναϊκό kati «είδος αγγείου με μικρές λαβές»] …   Dictionary of Greek

  • κηθίς — dice box fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] …   Dictionary of Greek

  • κηθίδιον — κηθίδιον, τὸ (Α) [κηθίς] υποκορ. τού κηθίς* …   Dictionary of Greek

  • κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* …   Dictionary of Greek

  • κήτιον — κήτιον, τὸ (Α) 1. είδος άγριου πράσου που χρησιμοποιούνταν ως εμετικό 2. (κατά τον Ησύχ.) κληρωτίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήθιον (< κηθίς* «ψηφοδόχος») με απώλεια τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • κηθίνιον — κηθίνιον, τὸ (Α) κηθίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. ίνιον (πρβλ. κυτ ίνιον, σκιφ ίνιον)] …   Dictionary of Greek

  • κώθωνας — ο (Α κώθων, ωνος) μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών αρχ. 1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες 2. συμπόσιο, ευωχία 3. κῶθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”