- πτερυγίζω
πτερυγίζω, die Flügel bewegen, Ar. Av. 1466 Plut. 575, wie junge Vögel, die fliegen wollen, καὶ φλυαρεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερυγίζω, die Flügel bewegen, Ar. Av. 1466 Plut. 575, wie junge Vögel, die fliegen wollen, καὶ φλυαρεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερυγίζω — ΜΑ [πτέρυξ υγος] φτερουγίζω, χτυπώ τα φτερά μου για να πετάξω, να σηκωθώ από το έδαφος ή σαν πετεινός όταν ετοιμάζεται να λαλήσει … Dictionary of Greek
πτερυγίζω — βλ. φτερουγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτερυγίζει — πτερυγίζω flutter with the wings pres ind mp 2nd sg πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζουσι — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγιεῖς — πτερυγίζω flutter with the wings fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζειν — πτερυγίζω flutter with the wings pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζεις — πτερυγίζω flutter with the wings pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζοντες — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζουσαι — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγίζων — πτερυγίζω flutter with the wings pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερουγίζω — Ν 1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω, πτερυγίζω 2. (κατ επέκτ.) πετώ 3. φρ. «φτερουγίζει η καρδιά μου» νιώθω μεγάλη συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερυγίζω με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ και τροπή τού υ σε ου (βλ. και λ.… … Dictionary of Greek