κολοβότης

κολοβότης

κολοβότης, ητος, ἡ, das Verstümmelt-, Verkürztsein; im plur., neben στίγματα, οὐλαί, Plut. reip. ger. pr. 4 M.; πνεύματος, Kürze des Athems und darauf folgendes Verschlucken einzelner Sylben beim Sprechen, Plut. Dem. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολοβότης — κολοβότης, ητος, ή (AM) [κολοβός] ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῡ λοιποῡ σώματος», Πλούτ.) αρχ. φρ. «κολοβότης πνεύματος» ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα …   Dictionary of Greek

  • κολοβότης — stuntedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβότητα — κολοβότης stuntedness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοβότητες — κολοβότης stuntedness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”