πταρμός

πταρμός

πταρμός, , das Niesen; Hippocr.; Ar. Av. 720; τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστι, Plat. Conv. 189 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πταρμός — sneezing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… …   Dictionary of Greek

  • πταρμός — το βλ. φτάρνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЧИХАНИЕ —    • Πταρμός,          sternutatio или sternutamentum, y древних причислялось к omina (Хеn. Anab. 3, 2, 9, см. Divinatio, Дивинация, 11. 20), может быть, потому, что оно удаляло, по их мнению, из тела вредное вещество; издревле уже чихающим… …   Реальный словарь классических древностей

  • πταρμοῖς — πταρμός sneezing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοῖσι — πταρμός sneezing masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοί — πταρμός sneezing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμοῦ — πταρμός sneezing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμούς — πταρμός sneezing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμῶν — πταρμός sneezing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πταρμῷ — πταρμός sneezing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”