- κολακικός
κολακικός, = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; ϑωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολακικός, = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; ϑωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολακικός — κολακικός, ή, όν (Α) [κόλαξ] 1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη) η κολακεία. επίρρ... κολακικώς (AM) κολακευτικώς … Dictionary of Greek
κολακικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικά — κολακικός neut nom/voc/acc pl κολακικά̱ , κολακικός fem nom/voc/acc dual κολακικά̱ , κολακικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικώτερον — κολακικός adverbial comp κολακικός masc acc comp sg κολακικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικῶν — κολακικός fem gen pl κολακικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικόν — κολακικός masc acc sg κολακικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικοῖς — κολακικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικοί — κολακικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικοῦ — κολακικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικούς — κολακικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακικωτέρου — κολακικός masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)