κολαστήριος

κολαστήριος

κολαστήριος, zum Strafen aehörig; Sp.; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια ϑαλάσσης Plut. de Aler. tort. 2, 12; vgl. Xen. Mem. 1, 4, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολαστήριος — house of correction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού …   Dictionary of Greek

  • κολαστηρίους — κολαστήριος house of correction masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριοι — κολαστήριος house of correction masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριον — neut nom/voc/acc sg κολαστήριος house of correction masc/fem acc sg κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

  • κολαστηρίοις — κολαστήριον neut dat pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίου — κολαστήριον neut gen sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίων — κολαστήριον neut gen pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίῳ — κολαστήριον neut dat sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήρια — κολαστήριον neut nom/voc/acc pl κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”