κολόκυνθος

κολόκυνθος

κολόκυνθος u. κολόκυντος, ὁ, = κολοκύνϑη, vgl. Lob. zu Phryn. 437.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κολόκυνθος — και κολόκυντος, ὁ (Α) κολοκύνθη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κολοκύνθη με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κολόκυνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθων — κολόκυνθος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοκύνθῳ — κολόκυνθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυνθον — κολόκυνθος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκυντος — κολόκυντος, ὁ (Α) βλ. κολόκυνθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”