πτόρθος

πτόρθος

πτόρθος, , Trieb, Schößling, junger Zweig, Ast; ἐκ πυκινῆς δ' ὕλης πτόρϑον κλάσε, Od. 6, 128; τροφαῖσιν ὥς τις πτόρϑος ηὐξόμην, Eur. Hec. 20; πτόρϑοισι δάφνης, Ion 103; μαλάχης, Ar. Plut. 544, ἐπὶ τοὺς πτόρϑους καὶ τοὺς νέους κλῶνας, Plat. Prot. 334 b; Folgde; ἁπαλός, Pol. 7, 1, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτόρθος — young branch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

  • πτόρθοι — πτόρθος young branch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοιο — πτόρθος young branch masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοις — πτόρθος young branch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοισι — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοισιν — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθον — πτόρθος young branch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθου — πτόρθος young branch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθους — πτόρθος young branch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθων — πτόρθος young branch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”