κονδύλωμα

κονδύλωμα

κονδύλωμα, τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κονδύλωμα — knob neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωμα — το, ατος 1. σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, πρήξιμο. 2. στα φυτά, ρόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδυλωμάτων — κονδύλωμα knob neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασι — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασιν — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματα — κονδύλωμα knob neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματι — κονδύλωμα knob neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματος — κονδύλωμα knob neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωσις — κονδύλωσις, ἡ (Α) [κόνδυλος] κονδύλωμα, εξόγκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”