πτυάριον

πτυάριον

πτυάριον, τό, dim. von πτύον, Hdn. epimer. 117.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτυάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυάριον — τὸ, Μ βλ. φτυάρι …   Dictionary of Greek

  • πτυαρίοις — πτυάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυαρίων — πτυάριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτυάρια — πτυάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτυάρι — το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • φτυαρίζω — και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον] ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”