- κλεισία
κλεισία,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεισία,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεισία — κλεισίᾱ , κλεισία inn fem nom/voc/acc dual κλεισίᾱ , κλεισία inn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κλεισίον outhouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεισία — και κλισία, ἡ (Α) 1. το πανδοχείο 2. (στον πληθ. κλεισιάδες) (δ. γρφ. αντί κλεισιάδες) αἱ κλεισίαι οι μεγάλες θύρες τής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλισία (< κλίνω). Το ει οφείλεται σε επίδραση τού κλείω] … Dictionary of Greek
κλεισίαι — κλεισίᾱͅ , κλεισία inn fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεισίη — κλεισία inn fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek