- κοινό-λεκτος
κοινό-λεκτος, in der Sprache des gemeinen Lebens, Schol. Aesch. Spt. 885. – Adv., Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινό-λεκτος, in der Sprache des gemeinen Lebens, Schol. Aesch. Spt. 885. – Adv., Schol. Theocr. 6, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόλεκτος — ἰσόλεκτος, ον (Μ) (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ίσες, δηλ. ισοσύλλαθες λέξεις, ή, κατ άλλη ερμηνεία, που έχει συντεθεί αντιθετικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος, κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek
νηπιόλεκτος — νηπιόλεκτος, ον (Μ) φρ. «νηπιόλεκια ρήματα» νηπιώδη, ανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek
ομοιόλεκτος — ὁμοιόλεκτος, ον (Α) διατυπωμένος με τον ίδιο τρόπο. επίρρ... ὁμοιολέκτως (Α) με όμοιες ή παραπλήσιες λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek
καιριολεκτώ — καιριολεκτῶ, έω (Μ) 1. μεταχειρίζομαι μια λέξη εύστοχα 2. μιλώ σε κατάλληλο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καίριος + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κοινο λεκτώ, κυριο λεκτώ] … Dictionary of Greek
καλλιλεκτώ — καλλιλεκτῶ, έω (Α) μεταχειρίζομαι κομψή και γλαφυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κοινο λεκτώ, ονειρο λεκτώ] … Dictionary of Greek