- κοινό-λεκτρος
κοινό-λεκτρος, ein gemeinsames Bett habend, Bett-, Ehegenoß; δάμαρ Aesch. Prom. 559; τινός, Ag. 1416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινό-λεκτρος, ein gemeinsames Bett habend, Bett-, Ehegenoß; δάμαρ Aesch. Prom. 559; τινός, Ag. 1416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόλεκτρος — μακρόλεκτρος, ον (Μ) αυτός που παραμένει ή αυτός που συμβαίνει για πολύ χρόνο στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λεκτρος (< λέκτρον «κρεβάτι»), πρβλ. αινό λεκτρος, κοινό λεκτρος] … Dictionary of Greek
πεντάλεκτρος — ον, Α αυτός που έχει παντρευτεί πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λέκτρον «κρεβάτι, συζυγικό κρεβάτι, γάμος» (πρβλ. κοινό λεκτρος)] … Dictionary of Greek