- κοινό-τοκος
κοινό-τοκος, von gemeinschaftlicher Geburt, gemeinschaftlichen Eltern, ἐλπίδων κοινοτόκων ἀρωγαί Soph. El. 847, der Hoffnung, die auf den Brüdern beruht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινό-τοκος, von gemeinschaftlicher Geburt, gemeinschaftlichen Eltern, ἐλπίδων κοινοτόκων ἀρωγαί Soph. El. 847, der Hoffnung, die auf den Brüdern beruht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
επιτόκιο — Ο τόκος του κεφαλαίου μιας νομισματικής μονάδας για μια ορισμένη χρονική μονάδα. Στις καθημερινές συναλλαγές, το ε. υπολογίζεται ως ο τόκος κεφαλαίου 100 νομισματικών μονάδων για τη χρονική περίοδο ενός χρόνου. Το ύψος του ε. σε κάθε χώρα… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή … Dictionary of Greek