πτυκτός — folded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτός — ή, ό / πτυκτός, ή, όν, ΝΑ, και πυκτός, ή, όν, Α αυτός που μπορεί να διπλωθεί, πτυσσόμενος, διπλωμένος, διπλωτός αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτυκτόν η διπλωμένη γάζα σε πληγή 2. φρ. «πίναξ πτυκτός» δέλτος διπλωτή, από δύο λεπτές ξύλινες πινακίδες… … Dictionary of Greek
πτυκταί — πτυκτός folded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτοί — πτυκτός folded masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτῆς — πτυκτός folded fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτῇσιν — πτυκτός folded fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτήν — πτυκτός folded fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυκτά — πτυκτόν folded neut nom/voc/acc pl πτυκτός folded neut nom/voc/acc pl πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc/acc dual πτυκτά̱ , πτυκτός folded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτυκτος — ον, Α πολύπλοκος («πολύπτυκτοι ῥυθμοί», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πτυκτός (< πτύσσω), πρβλ. κατά πτυκτος] … Dictionary of Greek
πτυκτόν — folded neut nom/voc/acc sg πτυκτός folded masc acc sg πτυκτός folded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπτυκτος — εὔπτυκτος, ον (Α) καλά διπλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτυκτός (< πτύσσω)] … Dictionary of Greek