κλαυθμυρισμός

κλαυθμυρισμός

κλαυθμυρισμός, , das Wei nen, Wimmern, Plut. Lyc. 16 u. a. Sp. Bei Opp. Cyn. 4, 248 ist in κλαυϑμυρισμῶν die Penultima kurz gebraucht u. v. l. κλαυϑμυρίδων, wie von κλαυϑμυρίς, Brunck vermuthet κλαυϑμυριῶν, vgl. Lob. path. 273.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλαυθμυρισμός — crying like a child masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμός — ο (Α κλαυθμυρισμός) [κλαυθμυρίζω] το συνεχές και σιγανό κλάψιμο τών βρεφών ή το να κλαίει κάποιος σαν μωρό, κλάψα, κλαψούρισμα …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμυρισμοί — κλαυθμυρισμός crying like a child masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμοῦ — κλαυθμυρισμός crying like a child masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμούς — κλαυθμυρισμός crying like a child masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμῶν — κλαυθμυρισμός crying like a child masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμῷ — κλαυθμυρισμός crying like a child masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρισμόν — κλαυθμυρισμός crying like a child masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμυρία — κλαυθμυρία, ἡ (Α) κλαυθμυρισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλαυθμυρῶ αντί κλαυθμυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμυρίς — κλαυθμυρίς, ίδος, ἡ (Α) κλαυθμυρισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. τού κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα ίζω: ις (πρβλ. ραμφ ίζω: ραμφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμύρισμα — το (Α κλαυθμύρισμα) [κλαυθμυρίζω] κλαυθμυρισμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”