- κλαυσί-δειπνος
κλαυσί-δειπνος, über eine Mahlzeit weinend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυσί-δειπνος, über eine Mahlzeit weinend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek