πρῶρα

πρῶρα

πρῶρα, , ion. u. ep. πρώρη; nach E. M. πρῷρα zu schreiben, wie es sich auch in mss. findet, vgl. Poppo ad Thuc. 7, 34, 5; auch πρώρα betont (πρό, nicht von προοράω); das vordere Ende des Schiffes, Schiffsvordertheil; νηῠς πρώρη, Od. 12, 230; Aesch. Spt. 130; πάροιϑεν πρώρας, Ch. 385; ἐπειδὰν πνεῠμα τοὐκ πρώρας ἀνῇ, Soph. Phil. 635, d. i. der widrige Wind; Μαλέᾳ προςίσχων πρῶραν, Eur. Or. 362; auch übertr., βιότου, Troad. 103; κυανέμβολος, Ar. Ran. 1314; Her. 1, 194 u. oft, wie in attischer Prosa; ποιεῖν ἐν πρώρᾳ τὰ σκάφη, Pol. 16, 4, 12. Uebh. die Vorderseite, ἀμπέλου, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρῷρα — forepart of a ship fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • πρῴρα — πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc/acc dual (ionic) πρῴ̱ρᾱ , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῴρᾳ — πρῴ̱ρᾱͅ , πρῷρα forepart of a ship fem dat sg (attic doric aeolic) πρῴ̱ρᾱͅ , πρῷρα forepart of a ship fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷρᾳ — πρῷραι , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl πρῷραι , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… …   Dictionary of Greek

  • πρῶιρα — πρῷρα , πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῷραι — πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl πρῷρα forepart of a ship fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῳρατεῦσαι — πρῳρᾱτεῦσαι , πρῳρατεύω to be a aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῳρατεύειν — πρῳρᾱτεύειν , πρῳρατεύω to be a pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῳράτην — πρῳρά̱την , πρῳράτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”