- ζοός
ζοός, dor. = ζωός, Theocr. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζοός, dor. = ζωός, Theocr. 2, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζόος — ζοός, ή, όν και ζόος, ον (Α) βλ. ζωός … Dictionary of Greek
ζοοί — ζοός shoe latchet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοοῦ — ζοός shoe latchet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοᾶς — ζοός shoe latchet fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοῆς — ζοός shoe latchet fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοή — ζοός shoe latchet fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζοήν — ζοός shoe latchet fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
евня — зерносушилка особого устройства , смол. (Добровольский), укр.. блр. евня, ёвня, стар. евья (1557 г.); см. РФВ 5, 254 и сл. Связано с овин (см.). Начальное е не изменилось в о перед ь; ср. ель (Шахматов, Очерк 140). Родственно лит. javiena пашня … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αλειφαζόος — ἀλειφαζόος και ἀλειφοζόος, ο (στη Μυκην.) η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο ως επαγγελματικό όνομα, που σημαίνει «μυροποιός», «αρωματοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλειφα* «μύρο» + *ζόος, αμάρτυρος τ. του ρ. ζέω (= βράζω)] … Dictionary of Greek
ζωός — ζωός, ή, όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) [ζω] ζωντανός («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», Ξεν.) … Dictionary of Greek