κοχύω

κοχύω

κοχύω, in Menge, mit Geräusch hervorströmen; ἐκ δὲ μετώπω ἱδρώς μευ κοχύεσκεν, v. l. κοχύδεσκεν, Theocr. 2, 106, Schol. δαψιλῶς ἔῤῥει; Phereer. bei Ath. VI, 269 d sagt αὐτόμὰτοι γὰρ διὰ τῶν τριόδων ποταμοὶ λιπαροῖς ἐπιπάστοις ζωμοῦ μέλανος κοχυδοῦντεςῥεύσονται. – (Etwa von χέω mit Reduplication gebildet?)


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοχύω — (Α) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] …   Dictionary of Greek

  • κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] …   Dictionary of Greek

  • κόχος — κόχος, ὁ (Α) [κοχύω] ορμητικός ρους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”