πρᾱΰς

πρᾱΰς

πρᾱΰς, ion. πρηΰς, πρᾱεῖα, πρᾱΰ, auch πρᾶος, neutr. πρᾶον, im sing. des masc. u. neutr. bei den Attikern die gew. Form; das fem. aber lautet immer πραεῖα, u. der plur. wird gew. von πραΰς genommen, doch z. B. πράους Plat. Rep. II, 375 c, – sanft, mild; σέλας, H. h. 7, 10; τινί, freundlich, πραϋς ἀστοῖς, Pind. P. 3, 71; πραϋν ὄαρον, 4, 136; auch φάρμακον, lindernd, Ol. 13, 85; Apollo heißt so, Hymn. (IX, 525, 17); von Thieren, zahm, πλήρη ἰχϑύων μεγάλων καὶ πραέων, Xen. An. 1, 4, 9; πρὸς τοὺς ἀνϑρώπους, Oec. 15, 4, er vrbdt auch πράως λέγειν τὸ πάϑος, gelinde davon sprechen, es gering anschlagen, An. 1, 5, 14, vgl. Krüger; πρᾶος τὸ ἦϑος, Plat. Phaedr. 243 c; τινί, Rep. I, 354 a, wie πᾶσιν ἵλεώς τε καὶ πρᾶος εἶναι προςποιεῖται, VIII, 566 e; τόδε ἕτερον δημοτικόν τε καὶ πρᾶον ἐν τοῖς λόγοις, Euthyd. 803, d; Ggstz von βίαιος, Legg. I, 645 a, neben εὐμενές, Legg. VII, 792 e; ἐν πραέσι λόγοις, Legg. X, 888 a; Ggstz χαλεπούςπράους, Rep. II, 375 c, πρᾶος περὶ τοῦτον ἦν, Dem. 47, 81; u. Folgde; μετρίους καὶ πραεῖς καὶ φιλανϑρώπους vrbdt Pol. 18, 20, 7; καὶ ἄκακος τῇ φύσει, 3, 98, 5, u. öfter, wie Plut. u. a. Sp.Adv. πράως, wie πείϑωμεν αὐτὸν πράως, Plat. Rep. IX, 589 c, ὡς ῥᾳδίως αὐτὴν καὶ πράως φέρεις, sanft, ohne Zorn u. Groll ertragen, Crit. 43 b (wie Xen. Cyr. 2, 2, 8 u. Sp., Pol. 4, 8, 2); πράως ἔγειν πρός τι, gleichgültig sein gegen Etwas, Lys. 211 e. πράως ἐᾶν, Xen. Cyr. 2, 2, 22. ἐξέτασον πράως καὶ μὴ πικρῶς, Dem. 18, 265; Folgde, πράως καὶ φιλανϑρώπως τῷ πλήϑει χρώμενος, Pol. 1, 72, 3, mild u. freundlich umgehend, vgl. 15, 17, 4. 21, 13, 7. Es findet sich auch πραέως, s. Lob. Phryn. 403. – Compar. πραότερος, Plat. Tim. 85 a u. öfter, u. superl., πραότατον ἄνδρα Phaed. 116 c, ὁπότε χαλεπώτατον ἢ πραότατον γίγνεται Rep. VI, 493 b; u. im adv., πραότερον ἐπιμεληϑῆναι Isocr. 4, 107, u. A. – Bei Pol. 32, 10, 4 auch πραΰτερος τοῠ καϑήκοντος; u. so auch bei Her. 2, 181 in ion. Form πρηΰτερος, u. Sp., aber nicht πράων, s. Lob. Phryn. 403. – Arist. H. A. 1, 1 hat auch πρᾶα neben πραέα. – Ueber die Schreibart πρᾷος s. oben πρᾶος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πραΰς — εῑα, ύ, Α (δωρ. τ.) βλ. πράος …   Dictionary of Greek

  • πραύς — πρᾱύς , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρᾳύς — πρᾱͅύς , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • Sanftmut — Allegorische neoklassische Statue in der San Carlo al Corso Kirche in Mailand. Das Lamm an ihrer Seite ist das traditionelle Symbol der Sanftmut. Sanftmut ist ein menschliches Temperament. Sie galt als Tugend der Herrscher: So trug Friedrich II.… …   Deutsch Wikipedia

  • Anawim — Les Anawim sont les pauvres de Dieu . En hébreu, le singulier Anawah est utilisé par les prophètes (Sophonie, Amos), dans les Psaumes et par Marie dans le Magnificat : les pauvres de Dieu, c est à dire les « courbés », les petits,… …   Wikipédia en Français

  • θυμοειδής — ές (Α θυμοειδής, ές) 1. ορμητικός, ζωηρός 2. οξύθυμος 3. (στην πλατ. φιλοσ.) το ουδ. ως ουσ. το θυμοειδές το ένα από τα τρία επίπεδα τής ψυχής, σε αντιδιαστολή προς το επιθυμητικό και το λογιστικό αρχ. 1. (αντίθ. τού άθυμος) αναπτερωμένος,… …   Dictionary of Greek

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰθυμος — ον, Α πράος, ήμερος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] …   Dictionary of Greek

  • πραΰνους — και ιων. τ. πρηΰνους, ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει πράο νου, ήπια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + νοῦς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”