- πρᾶγος
πρᾶγος, ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρᾶγος, ους, τό, poet. statt πρᾶγμα; Pind. N. 3, 6; oft bei Tragg., wie Aesch. Spt. 785 Pers. 244; Soph. Ai. 21. 343; auch Ar. Av. 112 Lys. 706; einzeln bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρᾶγος — state affairs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράγος — άγεος, τὸ, Α 1. ποιητ. τ. τού πρᾱγμα 2. τα πράγματα, οι πολιτικές υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρᾱγ τού πράττω* με σιγμόληκτο σχηματισμό] … Dictionary of Greek
πολύπραγος — η, ο, Ν 1. αυτός που ασχολείται ή έχει ασχοληθεί με πολλά 2. πολύτροπος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πραγος (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πράγ μα), πρβλ. ά πραγος, κακό πραγος) … Dictionary of Greek
πράγει — πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual (attic epic) πρά̱γεϊ , πρᾶγος state affairs neut dat sg (epic ionic) πρά̱γει , πρᾶγος state affairs neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλόπραγος — η, ο 1. αυτός που πράττει τα καλά, τα δίκαια, που έχει καλούς τρόπους 2. αυτός που φέρνει το καλό, τυχερός, γουρλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγος (< πράττω), πρβλ. πολύ πραγος] … Dictionary of Greek
πράγη — πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πράσσω pass through aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πρά̱γη , πρᾶγος state affairs neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράγεσιν — πρά̱γεσιν , πρᾶγος state affairs neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράγους — πρά̱γους , πρᾶγος state affairs neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)