- κοσμητήρ
κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, = κοσμητής, der Ordner; μάχης p. bei Aesch. 3, 185; πόληος Maneth. 1, 105. Auch Plut. Cim. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, = κοσμητής, der Ordner; μάχης p. bei Aesch. 3, 185; πόληος Maneth. 1, 105. Auch Plut. Cim. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο … Dictionary of Greek
κοσμητῆρα — κοσμητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητῆρας — κοσμητήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ … Dictionary of Greek