κοσμητικός

κοσμητικός

κοσμητικός, zum Ordnen, Schmücken gehörig, geschickt; ἡ κοσμητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schmücken, Plat. Soph. 277 a Polit. 282 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμητικός — skilled in ordering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… …   Dictionary of Greek

  • κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμητικά — κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc pl κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc/acc dual κοσμητικά̱ , κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικῶν — κοσμητικός skilled in ordering fem gen pl κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικόν — κοσμητικός skilled in ordering masc acc sg κοσμητικός skilled in ordering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικαῖς — κοσμητικός skilled in ordering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικαί — κοσμητικός skilled in ordering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικοῖς — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικοῦ — κοσμητικός skilled in ordering masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμητικῆς — κοσμητικός skilled in ordering fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”