- κοσταί
κοσταί, od. κόσται, αἱ, erkl. Hesych. κριϑαί Vgl. ἀκοστή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσταί, od. κόσται, αἱ, erkl. Hesych. κριϑαί Vgl. ἀκοστή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσταί — (I) κοσταί και κόσται, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κριθαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. τής λ. ἀκοστή*]. (II) κοσταί, οἱ (Α) είδος ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ακοστή — ἀκοστή, η (Α) το κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ.… … Dictionary of Greek