κηρών

κηρών

κηρών, ῶνος, ὁ, der Bienenstock, Schol. Ar. Eccl. 737, Erkl. von κηρία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρών — κηρών, ῶνος, ὁ (Α) [κηρός] η κυψέλη τών μελισσών …   Dictionary of Greek

  • Κηρῶν — Κήρ the goddess of death fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῶν — κήρ the goddess of death fem gen pl κήρα cera fem gen pl κηρόομαι to be destroyed pres part act masc voc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κηρόομαι to be destroyed pres part act masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρῶνας — κηρών bee hive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LAMPADARII — officiisac ministrisillustrium dignitatum vulgo accensentur, maxime vero Praefectis Praetorio et Magistris Officiorum adscribuntur, apud Iulianum Antecessorem Constitut. 37. et in Notit. Imp. ac deinde in ferioribus etiam magistratibus. ex Impp.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • λανολίνη — Λιπαρή ουσία που περιβάλλει τις ίνες του μαλλιού των ζώων. Εξάγεται με φυγοκέντρηση εν θερμώ του νερού που προέρχεται από το πλύσιμο του ακατέργαστου μαλλιού, του οποίου αποτελεί τα 20% έως 30% του βάρους. Με την κατάλληλη επεξεργασία λαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακας — ο, Ν χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρμιο — Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”