κηρίων

κηρίων

κηρίων, ωνος, ὁ, Wachslicht, Wachsfackel, nach Plut. Qu. Rom. 2 Hochzeitsfackel der Römer. – Bei Hesych. auch eine Peitsche, wie κηρίνη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηρίων — κηρίων, ωνος, ό [κηρίον] 1. κέρινη λαμπάδα («πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.). 2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο …   Dictionary of Greek

  • κηρίων — κηρίον honeycomb neut gen pl κηρίων wax light masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηριῶν — κηρίζω have a waxy appearance fut part act masc nom sg (attic epic doric) κηριάζω spawn fut part act masc voc sg κηριάζω spawn fut part act neut nom/voc/acc sg κηριάζω spawn fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίωνας — κηρίων wax light masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίωνες — κηρίων wax light masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίωνος — κηρίων wax light masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ՄՈՄԱԿԵՐՏ — ( ) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Early classical ա. Ի մոմոյ կերտեալ. *Զմեղրն ʼի խորս մոմակերտ գրոցն համբարեալ դնէ: Բազում գուբք մոմակերտք զմիմեամբք հոծծք (այսինքն բճիճք): Ծածկեալ խաղաղեալ մոմակերտ ծեփօքն. զի յողդողդեալք խորտակեսցին մոմակերտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”