- κηρ-ουλκός
κηρ-ουλκός, ins Verderben ziehend, πάγη Lycophr. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρ-ουλκός, ins Verderben ziehend, πάγη Lycophr. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοχλιουλκός — ο εργαλείο για την εξαγωγή κοχλιών από το εσωτερικό οπής, κν. ξεβιδωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + ουλκός (< ελκός < ἕλκω), πρβλ. κηρ ουλκός, πολφ ουλκός] … Dictionary of Greek
κηρουλκός — κηρουλκός, όν (Α) αυτός που επιφέρει καταστροφή, ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο ελκός με συναίρεση < κηρο (< κήρ [Ι]) + ελκός (< έλκω), πρβλ. πλινθ ουλκός, φωτ ουλκός] … Dictionary of Greek