- κηρο-πλάστης
κηρο-πλάστης, ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρο-πλάστης, ὁ, der Wachsbildner, Wachsbossirer; Plat. Tim. 47 c; Plut. de superst. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοροπλάστης — ο (Α κοροπλάστης) ο κοροπλάθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν ο + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης, κοσμο πλάστης] … Dictionary of Greek
ινδικοπλάστης — ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α) χρωματιστής, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
λογοπλάστης — λογοπλάστης, ὁ (Μ) αυτός που επινοεί ή δημιουργεί λέξεις, γλωσσοπλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πλάστης(< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
χαλκοπλάστης — ο, ΝΑ χαλκουργός νεοελλ. γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
τυφοπλάστης — ὁ, Α αυτός που επινοεί ψεύδη («μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων», Φίλων). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
σωματοπλαστώ — έω, Α πλάθω, διαμορφώνω σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + πλαστῶ (< πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλαστώ] … Dictionary of Greek