κηρο-παγής

κηρο-παγής

κηρο-παγής, ές, aus Wachs zusammengefügt; ϑαλάμαι, Bienenzellen, Apollnds. 6 (VI, 239); τρίχες Maneth. 1, 242.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χιονοβροχοπαγής — ές, Α παγωμένος από βροχή και από χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βροχή + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. κηρο παγής, ὑδρο παγής] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπαγής — ές (Α ξυλοπαγής, ές) συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + παγής{ < θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. κηρο παγής] …   Dictionary of Greek

  • υδατοπαγής — ές, Μ στερεωμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω», πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ πάγ ην), πρβλ. κηρο παγής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”