κηρ-αμύντης

κηρ-αμύντης

κηρ-αμύντης, , Unglücksabwender, Lycophr. 663.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηραμύντης — κηραμύντης, ὁ (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”