- πρᾱτίας
πρᾱτίας, ὁ, = πρατήρ, Phot. lex. ὁ τὰ δημόσια πωλῶν, κήρυξ δημόσιος; comic. b. Poll. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρᾱτίας, ὁ, = πρατήρ, Phot. lex. ὁ τὰ δημόσια πωλῶν, κήρυξ δημόσιος; comic. b. Poll. 7, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρατίας — πρατίᾱς , πρατίας masc acc pl πρατίᾱς , πρατίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατίας — ὁ, Α 1. πρατήρ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα ίας] … Dictionary of Greek