- κηρύλος
κηρύλος, ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύλος, ὁ (vgl. κειρύλος), ein Meervogel, nach Antig. Car. 27 das Männchen des Eisvogels, ἁλκυών; Ar. Av. 300; Arist. H. A. 8, 3; vgl. Schol. Ar. Vesp. 99 u. Mosch. 3, 42 u. Leutsch im Philolog. II, 1 p. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… … Dictionary of Greek
κειρύλον — κηρύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειρύλος — κηρύλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειρύλου — κηρύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλοι — κηρύλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλον — κηρύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλου — κηρύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλους — κηρύλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλων — κηρύλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
серый — сер, сера, серо, укр. сiрий, др. русск., русск. цслав. сѣръ, болг. сер (Младенов 578), серей сало, жир , словен. sẹr, sẹrа серый, белокурый , др. чеш. šěry, чеш., слвц. šery, польск. szary, в. луж. šěry, н. луж. šеrу; см. Нич, RЕS 6, 51.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера