πρώτ-αθλος

πρώτ-αθλος

πρώτ-αθλος, ὁ, = πρωταγωνιστής (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρώταθλος — ὁ, ΜΑ, πρωτόαθλος, ον, Μ αυτός που πρώτος αγωνίστηκε για την πίστη του στον Χριστό μσν. (ως προσωνυμία τού αγίου Στεφάνου) πρωτομάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄθλος (για τη σημ. πρβλ. ἀθλῶ, ἀθλητής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”