- κηρύκαινα
κηρύκαινα, ἡ, 1) fem. von κήρυξ, Heroldinn, Ar. Eccl. 713. – 2) in Alexandrien Weiber, welche die mit der weiblichen Reinigung befleckten Tücher (φυλάκια) aus den Häusern abholten u. ins Meer trugen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύκαινα, ἡ, 1) fem. von κήρυξ, Heroldinn, Ar. Eccl. 713. – 2) in Alexandrien Weiber, welche die mit der weiblichen Reinigung befleckten Tücher (φυλάκια) aus den Häusern abholten u. ins Meer trugen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… … Dictionary of Greek
κηρύκαινα — charwoman fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύκαιναν — κηρύκαινα charwoman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα … Dictionary of Greek