- κηρύκινος
κηρύκινος, dasselbe; ῥάβδος, Heroldstab, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύκινος, dasselbe; ῥάβδος, Heroldstab, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύκινος — κηρύκινος, ίνη, ον (Α) [κήρυξ] 1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη α) η κηρύκαινα* β) (ενν. αρχή) το αξίωμα τού κήρυκα … Dictionary of Greek
κηρυκίνη — κηρύκινος of a herald fem nom/voc sg (attic epic ionic) κηρυκίνη of a herald fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκίνην — κηρύκινος of a herald fem acc sg (attic epic ionic) κηρυκίνη of a herald fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρυκίνας — κηρυκίνᾱς , κηρύκινος of a herald fem acc pl κηρυκίνᾱς , κηρύκινος of a herald fem gen sg (doric aeolic) κηρυκίνᾱς , κηρυκίνη of a herald fem acc pl κηρυκίνᾱς , κηρυκίνη of a herald fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek