- κηρό-χυτος
κηρό-χυτος, aus Wachs gebildet; πλάσμα Strat. 25 (XII, 183); μείλιγμα, von der mit Wachs verbundenen Syrinx, Castorio bei Ath. X, 455 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρό-χυτος, aus Wachs gebildet; πλάσμα Strat. 25 (XII, 183); μείλιγμα, von der mit Wachs verbundenen Syrinx, Castorio bei Ath. X, 455 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρόχυτος — ον, ΜΑ αυτός που χύνεται σαν υγρό («ὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, υδρό χυτος] … Dictionary of Greek
φωτόχυτος — ον, Μ (για σπινθήρα) αυτός που προκλήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] … Dictionary of Greek
χαλκόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από χυτό χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρό χυτος, οἰνό χυτος] … Dictionary of Greek