κηρό-πλαστος

κηρό-πλαστος

κηρό-πλαστος, aus Wachs gebildet; μελίσσης ὄργανον Soph. frg. 464, wie Schol. Eur. Phoen. 115, von den Honigwaben; – δόναξ, mit Wachs zusammengefügt, Aesch. Prom. 574. – Bei Philodem. 32 (IX, 570) übertr. von der Schönheit eines Mädchens.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μουσόπλαστος — μουσόπλαστος, ον (Α) κοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + πλαστός (< πλάθω), πρβλ. κηρό πλαστος, χειρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • χθονόπλαστος — ον, Α αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • χωματόπλαστος — ον, Μ (για τον άνθρωπο) πλασμένος από χώμα («Ἀδὰμ χωματόπλαστος», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • πηλόπλαστος — ον, Α (σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”