- κηρυκηΐη
κηρυκηΐη,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρυκηΐη,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρυκηίη — κηρυκηΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. κηρυκεία … Dictionary of Greek
κηρύκεια — κηρυκεία, ιων. τ. κηρυκηΐη, ἡ (Α) [κηρυκευω] 1. το αξίωμα ή το έργο τού κήρυκα («τοῑσι αἱ κηρυκηΐαι αἱ ἐκ Σπάρτης πᾱσαι γέρας δέδονται», Ηρόδ.) 2. πρεσβεία («μηδ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω», Αισχίν.) 3 ο μισθός τού κήρυκα … Dictionary of Greek