- κορυφιστήρ
κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ, am Pferdezaum, = κορυφαία, Hesych. Nach Poll. 5, 31 = κορυφαῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ, am Pferdezaum, = κορυφαία, Hesych. Nach Poll. 5, 31 = κορυφαῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορυφιστήρ — κορυφιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον 2. το άνω μέρος τού χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου *κορυφίζω] … Dictionary of Greek
κορυφιστῆρα — κορυφιστήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφιστῆρες — κορυφιστήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek