κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek
κηπαίαις — κηπαῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίην — κηπαῖος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίοις — κηπαῖος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίου — κηπαῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίους — κηπαῖος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίῳ — κηπαῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαία — κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc/acc dual κηπαίᾱ , κηπαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπαίας — κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem acc pl κηπαίᾱς , κηπαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήπειος — κήπειος, εία, ον (Α) [κήπος] κηπαίος* … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek