- κοπρο-φάγος
κοπρο-φάγος, Mist fressend, Diogen. 3, 49. 5, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπρο-φάγος, Mist fressend, Diogen. 3, 49. 5, 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοπροφάγος — ο (ΑM κοπροφάγος, ον) 1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα 2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά νεοελλ. 1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία 2. φρ. «κοπροφάγα έντομα» ζωολ.… … Dictionary of Greek