πρίστης

πρίστης

πρίστης, ὁ, = πριστήρ, Säger, τομεύς, Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. πρίστις), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = ῥίνη (vor Bekker πρίστις).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρίστης — sawyer masc nom sg πρίστις saw fish fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που… …   Dictionary of Greek

  • πρίσται — πρίστης sawyer masc nom/voc pl πρίστᾱͅ , πρίστης sawyer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστην — πρίστης sawyer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστου — πρίστης sawyer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρίστῃ — πρίστης sawyer masc dat sg (attic epic ionic) πρίστηι , πρίστις saw fish fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέργος — (Mergus). Γένος στεγανοπόδων της οικογένειας των νησσιδών, της τάξης των χηνόμορφων. Τα πουλιά αυτά διαφέρουν από την κοινή πάπια προπάντων στο ράμφος, το οποίο είναι μακρύ, κυλινδροκωνικό και λίγο κεκαμμένο στην κορυφή, ενώ έχει χείλη… …   Dictionary of Greek

  • λιθοπρίστης — λιθοπρίστης, ὁ (Α) αυτός που πριονίζει λίθους και ιδίως μάρμαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροπρίστης — ο αυτός που κόβει μάρμαρα χρησιμοποιώντας ειδικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + πρίστης (< πρίω «κόβω, πριονίζω»), πρβλ. λιθο πρίστης] …   Dictionary of Greek

  • πρίστις — και πρῆστις, ήστεως, Α 1. το ψάρι πρίστης 2. είδος πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή το σχήμα του έμοιαζε με πριόνι 3. είδος ποτηριού που έμοιαζε με πριόνι 4. χειρουργικό πριόνι 5. εργαλείο λιθοξόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω»… …   Dictionary of Greek

  • συκοπρίστης — ὁ, Α 1. αυτός που κόβει τα σύκα σε κομμάτια και μετά τά παραθέτει για δείπνο 2. (κατ επέκτ.) φιλάργυρος σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ τσιγκούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρίστης (< πρίω), πρβλ. κυμινο πρίστης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”