καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα … Dictionary of Greek
καμινῶ — καμῑνῶ , καμινώ furnace fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) καμῑνῶ , καμινώ furnace fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινώ — καμῑνώ , καμινώ furnace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμίνῳ — καμί̱νῳ , κάμινος oven fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пещь — ПЕЩ|Ь (149), И с. Печь; очаг: •г҃•ѥ отроци въ пещи бѣша. (ἐν τῇ καμίνῳ) Изб 1076, 234; то же творити и печьцю. въньгда же въжѧгати пещь хощемъ. УСт к. XII, 216 об.; възьмъ си˫а… въвьрьзи въ пещь горѹщѹ. ЖФП XII, 50а; помысли… овы же сълѥмы. въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
καμινοῦς — καμῑνοῦς , καμινώ furnace fem nom/voc pl καμῑνοῦς , καμινώ furnace fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
веремѧ — ВЕРЕМ|Ѧ (122), ЕНЕ с. Определенный отрезок времени: огньмь искоушено бываѥть злато. а чл҃вци при˫атьни въ веремѩ съмѣрени˫а. (ἐν καμίνῳ!) Изб 1076, 185 об.; что сѩ въ которое вѣремѩ начнеть дѣ˫ати то оутвьржають грамотою. Гр 1229, сп. D (смол.);… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 … Deutsch Wikipedia
CATINIS aurum coquendi ratio (in) — in CATINIS aurum coquendi ratio indigitatur Plinio, l. 33. c. 4. Quae e catino iactatur spurcitia, in omni metallo vocatur scoria. Haec in auro coquitur iterum et tunditur. Catini siunt ex tasconio, haec est terra alba similis argillae: neque… … Hofmann J. Lexicon universale
εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek