καμῑνώ

καμῑνώ

καμῑνώ, οῦς, ἡ, γρηῦς, Od. 18, 27, ein altes Ofenweib, eine Ofenheizerinn, nach den Schol. die die Gerstendarre heizt, überhaupt ein schmutziges, rußiges Weib, ein geschwätziges Weib, unser »Waschweib«; Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 151.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα …   Dictionary of Greek

  • καμινῶ — καμῑνῶ , καμινώ furnace fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) καμῑνῶ , καμινώ furnace fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινώ — καμῑνώ , καμινώ furnace fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμίνῳ — καμί̱νῳ , κάμινος oven fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пещь — ПЕЩ|Ь (149), И с. Печь; очаг: •г҃•ѥ отроци въ пещи бѣша. (ἐν τῇ καμίνῳ) Изб 1076, 234; то же творити и печьцю. въньгда же въжѧгати пещь хощемъ. УСт к. XII, 216 об.; възьмъ си˫а… въвьрьзи въ пещь горѹщѹ. ЖФП XII, 50а; помысли… овы же сълѥмы. въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καμινοῦς — καμῑνοῦς , καμινώ furnace fem nom/voc pl καμῑνοῦς , καμινώ furnace fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • веремѧ — ВЕРЕМ|Ѧ (122), ЕНЕ с. Определенный отрезок времени: огньмь искоушено бываѥть злато. а чл҃вци при˫атьни въ веремѩ съмѣрени˫а. (ἐν καμίνῳ!) Изб 1076, 185 об.; что сѩ въ которое вѣремѩ начнеть дѣ˫ати то оутвьржають грамотою. Гр 1229, сп. D (смол.);… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 …   Deutsch Wikipedia

  • CATINIS aurum coquendi ratio (in) — in CATINIS aurum coquendi ratio indigitatur Plinio, l. 33. c. 4. Quae e catino iactatur spurcitia, in omni metallo vocatur scoria. Haec in auro coquitur iterum et tunditur. Catini siunt ex tasconio, haec est terra alba similis argillae: neque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”