καίριος

καίριος

καίριος, bei Soph. Phil. 633 u. oft in sp. Prosa 2 Endgn, – 1) vom Orte, am rechten Orte geschehend, den rechten Fleck treffend, τὸ καίριον, die Stelle am Leibe, wo eine Wunde tödtlich ist, vgl. Il. 8, 83 ἄκρην κὰκ κορυφὴν (βάλεν), ὅϑι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν u. 326; οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ πάγη βέλος, nicht an einer tödtlichen Stelle, 4, 185; οὔ τι βέλος κατὰ καίριον ἦλϑε 11, 439; so Xen. Equ. 12, 8 καιριώτατον. – Nach Hom. bes. καιρία πληγή, ein tödtlicher Streich, Todesstreich, πέπληγμαι καιρίαν πληγήν Aesch. Ag. 1316, wie ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν 1265; καιρίους σφαγάς Eur. Phoen. 1440, u. Sp., wie Luc. Nigr. 55 βαϑεῖα καὶ καίριος ἡ πληγὴ ἐγένετο; D. Sic. 4, 16; καταφορά Pol. 2, 33, 3; ohne subst., καιρίῃ ἔδοξε τετύφϑαι Her. 3, 64; – καίριοι τόποι τοῦ σώματος Plut. Lac. apophth. Cleomen. p. 212; vgl. noch καίριον ἀστράγαλον ἐάγη Diod. 15 (VII, 632); – νοσήματα ἢ τρώματα, tödtlich, Hippocr. – 2) von der Zeit, zu rechter Zeit, schicklich, passend, treffend; τὰ καίρια λέγειν Aesch. Spt. 1. 601; σιγᾶν ϑ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ κ. Ch. 575; εἴ τι καίριον λέγεις Soph. Ant. 720; βλέπ' εἰ καίρια φϑἔγγει Phil. 850, wie Eur. I. A. 829; καιρίοισι συμφοραῖς Aesch. Ch. 1060; καίριος σπουδή Soph. Phil. 633; δρᾶν τὰ καίρια Ai. 120; φρονεῖν El. 221; καιρίαν δ' ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην O. R. 631, daß Jok, zu rechter Zeit kommt, wie Eur. καίριος ἦλϑες El. 598; καιριωτέρα βουλή Heracl. 492; in Prosa, φροντίζων δὲ εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι Her. 1, 125, καὶ τὸ μέτριον Plat. Phil. 66 a, τοῦτο μάλιστα καιριώτατον γένοιτ' ἄν Tim. 51 d; einzeln bei SP. – 3) das Zeitliche, Vergängliche, neben ἀβέβαιος Strato 66 (XII, 224). – Adv., πολλῶν καιρίως εἰρημένων Aesch. Ag. 1345; καιρίως οὐτασμένος, tödtlich verwundet, Ag. 1317, wie κ. πατάξαι Pol. 11, 18, 4, πληγείς 2, 69, 2; – καιριωτέρως παρεῖναι Xen. Cyr. 4, 5, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καίριος — in masc nom sg καίριος in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… …   Dictionary of Greek

  • καίριος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: Το ύψωμα καταλήφτηκε με καίρια επέμβαση του στρατού. 2. επικίνδυνος, θανατηφόρος: Δέχτηκε ένα καίριο χτύπημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καιριώτερον — καίριος in adverbial comp καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in masc acc comp sg καίριος in neut nom/voc/acc comp sg καίριος in adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριωτάτων — καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl καίριος in fem gen superl pl καίριος in masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριωτέρων — καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl καίριος in fem gen comp pl καίριος in masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριώτατα — καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl καίριος in adverbial superl καίριος in neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιριώτατον — καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg καίριος in masc acc superl sg καίριος in neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίως — καίριος in adverbial καίριος in masc acc pl (doric) καίριος in adverbial καίριος in masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίριον — καίριος in masc acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg καίριος in masc/fem acc sg καίριος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρίων — καίριος in fem gen pl καίριος in masc/neut gen pl καίριος in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”